- πραύνει
- πρᾱύ̱νει , πραύνωmake softaor subj act 3rd sg (epic)πρᾱύ̱νει , πραύνωmake softpres ind mp 2nd sgπρᾱύ̱νει , πραύνωmake softpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραυνεῖ — πρᾱυνεῖ , πραύνω make soft fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) πρᾱυνεῖ , πραύνω make soft fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλικτήριος — μειλικτήριος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ ἀφ ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek